Βλέπω τριγύρω μου ανθρώπους: Άλλοι με παρέα και άλλοι μόνοι, μα όλοι τους μου θυμίζουν μια πτυχή του εαυτού μου.
Από τη μία είναι αυτά τα ζευγάρια στο λεωφορείο, στην πλατεία, στην τηλεόραση. Κοιτιούνται ζωηρά στα μάτια, τα βλέμματά τους φλόγες που ψάχνουν νερό να ξεδιψάσουν και το φιλί νερό, πάντα να τους δίνει μια δροσιά, μια ευεξία... Ορμητικές οι κινήσεις τους, μα συνάμα αρμονικές, ήρεμες, πράες, λες και βρήκαν το μυστικό της παντοτινής ευτυχίας και το κρατούν μόνον γι αυτούς. Στα κορμιά τους διακρίνω μια έλξη περίεργη για τα μάτια μου, όχι όμως και για το σώμα μου. Το σώμα δεν ξεχνά. Το σώμα είναι το ημερολόγιο του ανθρώπου από τη μέρα που γεννήθηκε, μέχρι και να πεθάνει. Μα... Σα χθες δεν ήταν που ήμασταν κι εμείς έτσι αγκαλιά στο κρεβάτι; Χωρίς να μιλούμε με το στόμα, μαγνητίζονταν τα κορμιά μας και ήμασταν έτσι για ώρες. Πόση χαρά με πλημμύριζε τότε;!
Είναι κι από την άλλη, όμως, άνθρωποι μόνοι, άνθρωποι έρημοι κι αμίλητοι, άνθρωποι που έχουν ζήσει πολλά, έχουν να πουν πολλά, μα δε λένε τίποτα. Αυτοί δε μπορούν παρά να μου εκπέμπουν μια οικειότητα, μια γνώριμη εικόνα. Τόσο πριν όσο και μετά απ' αυτό το όνειρό μου μαζί Της που τελείωσε πρόσφατα υπήρξα ως τέτοιος.
Νιώθω θλίψη, γιατί δε μπορώ ν' ανήκω στην πρώτη κατηγορία τώρα πια -Μα τί λέω; Πάει καιρός από τότε που πραγματικά μπορούσα!- και ζηλεύω όσους μπορούν και κάνουν όλο και περισσότερες θυσίες για την αγάπη. Εγώ υπέμενα τους πόνους, περνούσαν μαύρες μέρες κι εγώ μεγάλωνα χωρίς τη συντροφιά Της. Κι οι δυο εγκληματίες, την αγάπη μας στη φορμόλη την είχαμε και περιπαίζαμε ο ένας τον άλλον ότι ζει κι ότι ειν' ακλόνητη.
Δε νομίζω ότι μπόρεσα να νιώσω ευτυχής και ξέγνοιαστος ούτε μια στιγμή.
Ίσως είναι κακοψυχία, ίσως εγωισμός, ίσως ζήλια, μια αρρώστια.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι δε με άφησα να χαρώ ούτε ένα μικρό κομμάτι μιας σχέσης υπέροχης, μοναδικής από πολλές απόψεις. Ήμασταν αντίθετοι, το άσπρο με το μαύρο. Το μαύρο εγώ, πάντα λιγομίλητος, μυστήριος κι ασυγκίνητος, κι Αυτή το άσπρο, πάντα λαμπερή, όμορφη και πρόσχαρη, να προσπαθεί μάταια να με παρασύρει στη λαίλαπα της χαράς.
Όπως και να 'χει το πράγμα, μακάρι να είχα καρδιά από πέτρα, ν' αντέχει στα δύσκολα, να μην κλαίω όταν Τη θυμάμαι, να μη μεθάω μ' ένα τσιγάρο στο χέρι τα βράδια που είμαι μόνος.
Μα τί απ' αυτά που γράφω τώρα εδώ θα έγραφα αν δεν τα είχα περάσει όλα;
Και τί θα ένιωθα αν την έβλεπα μπροστά μου;
Θα ήμασταν δυο ξένοι.
Ενώ τώρα, φθάσαμε ως το Ωμέγα.
Τώρα, ξέρω ότι αν θα τη δω και θα με δει ποτέ, θα νιώθουμε κάτι.
Η ιστορία μας θα περνάει μπρος από τα μάτια μας και μεις θα κοιτάμε αλλού από αμηχανία, μα θα Σε ξέρω και θα με ξέρεις πιο καλά απ' τον καθένα.