...ε;

...ε;

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014

Σκόρπια λόγια χωρίς συνομιλητή

Βλέπω τριγύρω μου ανθρώπους: Άλλοι με παρέα και άλλοι μόνοι, μα όλοι τους μου θυμίζουν μια πτυχή του εαυτού μου.

Από τη μία είναι αυτά τα ζευγάρια στο λεωφορείο, στην πλατεία, στην τηλεόραση. Κοιτιούνται ζωηρά στα μάτια, τα βλέμματά τους φλόγες που ψάχνουν νερό να ξεδιψάσουν και το φιλί νερό, πάντα να τους δίνει μια δροσιά, μια ευεξία... Ορμητικές οι κινήσεις τους, μα συνάμα αρμονικές, ήρεμες, πράες, λες και βρήκαν το μυστικό της παντοτινής ευτυχίας και το κρατούν μόνον γι αυτούς. Στα κορμιά τους διακρίνω μια έλξη περίεργη για τα μάτια μου, όχι όμως και για το σώμα μου. Το σώμα δεν ξεχνά. Το σώμα είναι το ημερολόγιο του ανθρώπου από τη μέρα που γεννήθηκε, μέχρι και να πεθάνει. Μα... Σα χθες δεν ήταν που ήμασταν κι εμείς έτσι αγκαλιά στο κρεβάτι; Χωρίς να μιλούμε με το στόμα, μαγνητίζονταν τα κορμιά μας και ήμασταν έτσι για ώρες. Πόση χαρά με πλημμύριζε τότε;!

Είναι κι από την άλλη, όμως, άνθρωποι μόνοι, άνθρωποι έρημοι κι αμίλητοι, άνθρωποι που έχουν ζήσει πολλά, έχουν να πουν πολλά, μα δε λένε τίποτα. Αυτοί δε μπορούν παρά να μου εκπέμπουν μια οικειότητα, μια γνώριμη εικόνα. Τόσο πριν όσο και μετά απ' αυτό το όνειρό μου μαζί Της που τελείωσε πρόσφατα υπήρξα ως τέτοιος.

Νιώθω θλίψη, γιατί δε μπορώ ν' ανήκω στην πρώτη κατηγορία τώρα πια -Μα τί λέω; Πάει καιρός από τότε που πραγματικά μπορούσα!- και ζηλεύω όσους μπορούν και κάνουν όλο και περισσότερες θυσίες για την αγάπη. Εγώ υπέμενα τους πόνους, περνούσαν μαύρες μέρες κι εγώ μεγάλωνα χωρίς τη συντροφιά Της. Κι οι δυο εγκληματίες, την αγάπη μας στη φορμόλη την είχαμε και περιπαίζαμε ο ένας τον άλλον ότι ζει κι ότι ειν' ακλόνητη.

Δε νομίζω ότι μπόρεσα να νιώσω ευτυχής και ξέγνοιαστος ούτε μια στιγμή.
Ίσως είναι κακοψυχία, ίσως εγωισμός, ίσως ζήλια, μια αρρώστια.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι δε με άφησα να χαρώ ούτε ένα μικρό κομμάτι μιας σχέσης υπέροχης, μοναδικής από πολλές απόψεις. Ήμασταν αντίθετοι, το άσπρο με το μαύρο. Το μαύρο εγώ, πάντα λιγομίλητος, μυστήριος κι ασυγκίνητος, κι Αυτή το άσπρο, πάντα λαμπερή, όμορφη και πρόσχαρη, να προσπαθεί μάταια να με παρασύρει στη λαίλαπα της χαράς.

Όπως και να 'χει το πράγμα, μακάρι να είχα καρδιά από πέτρα, ν' αντέχει στα δύσκολα, να μην κλαίω όταν Τη θυμάμαι, να μη μεθάω μ' ένα τσιγάρο στο χέρι τα βράδια που είμαι μόνος.
Μα τί απ' αυτά που γράφω τώρα εδώ θα έγραφα αν δεν τα είχα περάσει όλα;
Και τί θα ένιωθα αν την έβλεπα μπροστά μου;
Θα ήμασταν δυο ξένοι.
Ενώ τώρα, φθάσαμε ως το Ωμέγα.
Τώρα, ξέρω ότι αν θα τη δω και θα με δει ποτέ, θα νιώθουμε κάτι.
Η ιστορία μας θα περνάει μπρος από τα μάτια μας και μεις θα κοιτάμε αλλού από αμηχανία, μα θα Σε ξέρω και θα με ξέρεις πιο καλά απ' τον καθένα.

Κυριακή 17 Αυγούστου 2014

Πένθυμες μέρες

Σ’ ένα όνειρο που τελείωσε -νωρίς... ή και αργά- για μένα,
Σ’ ένα νήμα που δεν άντεξε όσο νόμιζα.



Καίγονται οι μέρες σου εδώ σαν λαμπάδες γαλανές
Σελίδες στο ναυτικό σου ημερολόγιο πολλές
Βαρύς και πένθιμος εσύ, δεν ξέρεις που είναι και τι κάνει η κόρη
Η μελαχρινή που τα πέπλα της σ’ άλλους -κι ας μη θέλει- τα απλώνει

Ταξίδευες για Παναμά και τούμπαλιν για Ελλάδα
Και ποτέ δε σου προλάβαινε μια γλυκιά -ή και όχι- καληνύχτα
Μόνο ένα “γεια” μπασταρδεμένο σα χάρη να σου έκανε
Και τέλος στην ελπίδα για ένα “σ’ αγαπώ” με πείσμα έδινε

Οι μέρες εν πλω στέρθες, σαν τη σημερινή τη φλογερή
Τα δάκρυα μαύρα, καυτά να σου λερώνουν τη στολή
Σε κοιτάει ο θερμαστής να κλαις στον ασύρματο με απορία
Δεκάρα δεν έδινες αν σ’ έβλεπαν με τον ασύρματο  καμία

Κοιτάς δεξιά-αριστερά μην είναι ο μαρκόνης πουθενά 
Και συνεχίζεις στον ασύρματο κάτι να ψιθυρίζεις σιγανά
Στο μυαλό σου την απουσία του μαρκόνη να τη βάζεις
Λιγομίλητος ως πάντα είσαι, μα τώρα ούτε άχνα δε βγάζεις

Γιατί θυμάσαι πως κάτι τριγυρνά στο μυαλό του πάλι 
Πως σκίτσο μιας όμορφης κυρίας είχε στο προσκεφάλι
“Η γυναίκα μου” έλεγε και συγκρατούσε τα δάκρυα απ’ τα μάτια
Κι η καρδιά σου εσένα διαλύονταν σε κοφτερά μικρά κομμάτια

Στεριά πιάνεις αύριο και η σκέψη σου σ’ αυτήν ήδη γυρίζει
Κι ευθύς αμέσως ο υγρός ασύρματος αρχίζει να στριγγλίζει
“Για σένα είναι” σου φωνάζουν κι εσύ να τρέχεις ο καημένος
Την αναθεματισμένη τούτη ώρα βρήκε να σου πει το “Τέλος.”

Δυο-τρεις ώρες απομένουν να πατήσεις τη μάνα γης
Κοντά είν’ η άγια ώρα που τόσο περίμενες, ναυτικέ
Μα δε σε νοιάζουν τα λεφτά, δε σε νοιάζει πια κανείς
Στη μαύρη θάλασσα κηδεύεσαι, να μη σε ξαναδεί ποτέ

Μαύρη η ιστορία σου
Μαύρα τα όνειρά σου
Κι αυτός που δε σε γνώριζε
Θα έκλαιγε σιμά σου

Μαύρη η ιστορία σου
Μαύρα τα όνειρά σου
Κι αυτή η σκάρτη προσμονή
Κρατούσε την καρδιά σου

Μαύρη η ιστορία σου
Μαύρος ο στεναγμός σου
Όμως αυτά τα πέπλα της
Κόμπος για το λαιμό σου

Μαύρη η ιστορία σου
Μαύρος ο στεναγμός σου
Κανένας δεν εμπόρεσε
Να μείνει μοναχός του

Μαύρη η ιστορία σου
Μαύρη η τιμωρία σου
Κι η κόρη η μελαχρινή
Ουρλιάζει εξ’ αιτίας σου

Μαύρη η ιστορία σου
Μαύρη η τιμωρία σου
Τώρα στα μαύρα τα νερά
Μουλιάζει η ευτυχία σου

Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Έκφυλο

Ήτανε δύσκολα τη βαρυχειμωνιά. Τότε έβλεπες μαύρους τοίχους και δάκρυζες, λύγιζες πολλές φορές. Ο δαυλός της καρδιάς σιγόκαιγε, φώτιζε δειλά και φοβισμένα. Ούτε μια νότα δεν έβγαινε απ' το όμορφο λαρύγγι σου, ούτε μια... Ακλόνητη όπως έστεκες, θύμιζες θαρρώ αμυγδαλιά. Αυτά τα μάτια σου, σαν αμύγδαλα, έριχναν φως, μαύρο κι αυτό. Βαρύ, ασήκωτο το βλέμμα. Κι αυτά τα βλέφαρα σαν τους ανθούς του δέντρου ήταν. Κλωνάρια χιονισμένα τα χέρια σου, ούτε μιαν επαφή δε σήκωναν, γιατί θα 'φευγε, λέει, το χιόνι και φοβόσουν. Πιο κάτω, τα πόδια, ρίζες στη γης και δεν ελέγανε να ξεριζώσουν. Δεν τους άρεσε, λέει, μα είχαν βρει την τάξη και την ηρεμία, κι ας ήταν καθηλωμένα, ακλόνητα. Καμιά γλυκιά κουβέντα, κανένα στοργικό χάδι δεν τα παρακινούσε να σαλέψουν.

Πέρασε ο καιρός και είναι ηλιόλουστα τώρα...

Στο φρεσκοβαμμένο σπίτι σου, στην κρεβατοκάμαρά σου, που πάλαι ποτέ ήταν βαμμένη ζωηρό ροζ με λουλούδια κολλημένα στον τοίχο και φωτογραφίες και τώρα έχει ένα απαλό ροζ χρώμα, χωρίς κοριτσίστικα μπιχλιμπίδια, στέκεις στον καθρέφτη απρόσωπη. Άδεια από συναίσθημα, σταλιά έρωτα και πάθους δεν είχαν τα μαύρα μάτια σου. Τέρας ανήμερο, λυσσάς ν' απελευθερώσεις από μέσα σου ο,τι σου στέρησε ο χειμώνας: Δήθεν φίλους, Πεθαμένα χαχανίσματα, εκκωφαντικά κι άτεχνα "άσματα" και κάτι από μένα, που σαν να βεβήλωνες εκκλησία είχες αρπάξει. Καλύπτεις το πρόσωπό σου με το προσωπείο που αρέσει στους φίλους σου, την κόμη σου την προσέχεις, γιατί τάχα δε θ' αρέσεις. Φανταχτερό το φόρεμα που σε κάνει σαν ολύμπια θεά και κόκκινα, κατακόκκινα χείλη, σα φωτιά στην καρδιά και στο μυαλό μου.

Έκφυλη...

Ο παλιός σου εαυτός είναι βαθιά μέσα σου φυλακισμένος, σαν ένα λευκό περιστέρι σε ατσάλινο κλουβί χωρίς φως. Αγκομαχεί, πετάει διψασμένο, κράζει για λευτεριά. Εσύ δεν τ' ακούς γιατί το μυαλό σου φαντάζει κατακλεισμένο από μια καινούρια σου ζάλη! Σα νυχτολούλουδο όμορφη και μοσχομυριστή, κλείνεις με δύναμη την καγκελόπορτα του κήπου σου και κατηφορίζεις για το λιμάνι. Τα πλοία -μου 'λεγες- σου θυμίζουν εμένα, γιατί θαλασσοπνίγομαι στα ξένα.

"Χωρίς ελπίδα θα πνιγώ εκεί έξω. Σ' αγαπάω, εσύ;"
Έψαχνα την ελπίδα αυτή και πάντα θα την ψάχνω από σένα, όπου και να 'μαι...

Αμέσως εμφανίζεται στο πρόσωπό σου το πιο όμορφο χαμόγελο του κόσμου, κόκκινο.

Και τίποτε άλλο.

Αφήνω το θαλασσοδαρμένο μου κορμί να πέσει απαλά μέσα στα βρώμικα νερά του λιμανιού, που φαντάζει χωρίς πυθμένα, χωρίς κανένα σημείο ζωής...
Κρατάω την ανάσα μου, μέχρις ότου να σπάσουν τα πνευμόνια μου.
Έχασα την ελπίδα κι η ζωή χωρίς αυτή είναι ένα παραμύθι χωρίς τέλος.
Ένα ηλιοβασίλεμα χωρίς παρέα, μια φωτιά πάνω στο σώμα μου που δε σβήνει.

...Η καρδιά μου χτυπάει ακόμα, χωλαίνει όμως.
Σαν την αγάπη μας, σα ραγισμένο διαμάντι.
Δε σβήνει, στις στάχτες της ζει σιωπηλά και ψάχνει την ελπίδα.




Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

Πλώρη για το Νότο

Κυριακή είναι, πέντε το πρωί και χαράζει κι εμείς στ' ανοιχτά, Ινδικό Ωκεανό.
Αυτή ωραία κοιμωμένη στο κρεβάτι που έχει ακούσει τις ιστορίες μου.
Χωρίς ύπνο, ψάχνω το νέο λιμάνι που θ' αράξουμε το πειρατικό μας.
Τις βραδυνές τις βάρδιες έχω εγώ - και κάποιες πρωινές - κι αυτή αγναντεύει.

Δυο τσιγάρα και μια στάλα ρούμι έχουν μείνει για παρέα.
Μα βαθιά μέσα μου, το λιμάνι που τάχα έψαχνα, το ήξερα καλά.
Το μεγάλο, κόκκινο και καυτερό ήλιο έχω για πυξίδα, μα είναι σκοτεινά.
Καθώς τελειώνει το πρώτο μου τσιγάρο, μάζευε τα πέπλα της η νύχτα.

Ζωηρά χρώματα - μωβ και κόκκινο ξεπροβάλλουν από τον απέραντο Ωκεανό.
Λες ο ουρανός μου γελάει, μου χάρισε τα ομορφότερά του χρώματα.
Τρεμοπαίζει η προπέλα, τρίζει ο πρωραίος ιστός κι αυτή αλλάζει πλευρό.
Στρίβω το μισοσπασμένο μου τιμόνι, κι ελπίζω να τελειώσουν οι φουρτούνες.

Και τί είναι φίλε μου το νέο;
Μόνο μια καλύτερη γης θα μπορούσε να 'ναι.
Μια στεριά χωρίς κύματα, βράχους, χαρακώματα και πιράνχας.
Γι αυτό, φίλε μου, πρώραθέν μου πλέον έχω αυτή τη γης, το νέο, το άγνωστο.



"Κι αλάργα μας το σκοτεινό λιμάνι του Gabes"

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

Ηλεκτροσόκ

Σα να μην πέρασε μια μέρα, θαρρώ
Που η αρχοντιά σου σπινθήριζε από το παραθύρι.
Άφηνες ν' ανεμίζει η καστανή σου κόμη.
Ώρες ολόκληρες τη φρόντιζες θυμάμαι.

Η ξύλινη βούρτσα σου τη χάιδευε στοργικά
Κάθε φορά μετά τον έρωτα. Κι εγώ κοιτάω.

Σαν τώρα.
Κοιτάω σιωπηλός.
Και ψάχνω κάτι να σε φέρω πίσω σε μένα.

Σε μένα που πίστεψα στον έρωτα χωρίς πάθη
Στον έρωτα χωρίς μόχθο, τον πλατωνικό, τον ατόφιο.
Σε μένα που σ' αγάπησα βαθιά κι αθώα
Κι ας ήσουν στην άλλη άκρη του κόσμου.

Τώρα δυό μέτρα μας χωρίζουν.
Μα δειλιάζω.

Δειλιάζω να σου δείξω τον παράδεισο
Που με όνειρο και καυτό δάκρυ έπλασα
Μ' αυτά τα μουτζουρωμένα από τις στάχτες χέρια.
Τις στάχτες από την καρδιά μου τη μαύρη.

Μαύρη από τον πόνο και τη δυστυχία,
Τη λύπη και την λησμονιά της θείας μορφής σου.
Μα είσαι εσύ που δίνεις νόημα σε μένα.
Δίνεις νόημα στο χρόνο που μετράει εις βάρος μας.

Γιατί είμαστε τρωτοί, γλυκέ μου άγγελε.
Βλέπεις τις ρωγμές στο -πάλαι ποτέ- κρυστάλλινο δέρμα σου
Και δε σε προσέχουν πια οι απρόσωποι.
Μόνον εγώ, γλυκέ μου άγγελε.

Βλέπεις, ήδη, μικρή μου τα μελανώματα.
Είναι πολλά και πληθαίνουν.
Μα ήρθες εδώ και να, τώρα φεύγουν, φεύγουν...
Σαν αποδημητικά πουλιά διωγμένα
Γιατί η αγάπη σου και η δική μου
Δεν είναι σαν τα σώματά μας.
Που αμαρτωλά σαν είναι, βράδυ παρά βράδυ,
Σμιλεύουν τα όνειρά μας στην ταφόπλακα του έρωτά μας.


Παντοτινή είναι!


Και σαν ηλεκτροσόκ έρχεται
Και μας ανασταίνει απ' την τέφρα μας
Και σε βλέπω ξανά, πανέμορφη νεράιδα.
Έλα στην αγκάλη μου, να σε ερωτευτώ ξανά.

Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

Εντροπία - Η ευτυχία ως αυτοκαταστροφή

Δεν είναι καθόλου θεμιτό να καταστρέφω ο,τι έχω χτίσει με κόπο και επιμονή. Μα έρχονται ώρες που λέω πως η ευτυχία βρίσκεται εκεί, η ζωή με περιμένει εκεί, σ' αυτή τη φλεγόμενη στιγμή που τόσο θέλω, μα θα με καταστρέψει.

Πολλές φορές σκέφτομαι αν αξίζει ή όχι.

Δειλά-δειλά θα ξεφωνίσει κάποιος: "Ναι!"
Πεισματικά και ανασφαλώς ένας άλλος: "Όχι βέβαια. Απαρνήθηκες πολλά για να φτάσεις εδώ. Τώρα θα αφεθείς;"

Η αλήθεια είναι ότι προσπαθώντας ή μη, το αποτέλεσμα τείνει να είναι η αυτοκαταστροφή.
Όπως τα πάντα γύρω μας τείνουν σε αταξία (Εντροπία), έτσι κι εγώ πάντα θα έχω αυτοκαταστροφικές τάσεις.
Όπως ο Ήλιος. Αυτή η επιβλητική πύρινη λαίλαπα που σε κάνει να νιώθεις ένα μηδενικό -ναι, αυτή!- έχει την τάση να καταστραφεί. Κάποια μέρα αποδεδειγμένα θα γίνει.
Πώς γίνεται, λοιπόν, εγώ να τ' απαρνηθώ;

Φτάνει η στιγμή που δε γίνεται.

Τότε, θα ξεγυμνωθώ από το υπερεγώ που με κάνει να τρεκλίζω.
Θα διώξω τα πρέπει και θα 'ρθω, ολόγυμνος όπως θα 'μαι, στην πόρτα σου και θα σου χτυπήσω.
Ξέρω πως θα 'σαι 'κει. Πάντα ήσουν. Το ξέρω γιατί ήταν φορές σαν τώρα, που αβάσταχτος ο πόνος ξεχείλιζε το κορμί και το μυαλό μου, και τότε ήταν που έβγαινα έξω, νυχτιά, και ερχόμουνα στ' αρχοντικό σου.

Και κρυφοκοίταζα απ' το παράθυρο. Έβλεπα τον τοίχο απέναντι που βάψαμε μαζί το περασμένο καλοκαίρι. Μπεζ είναι, μα πάντα μου 'λεγες πως ήταν ένα άλλο, απόχρωση του μπεζ. Κάτι ανάμεσα σε μπεζ και ζαχαρί, μα δεν έβρισκες όνομα.
Μα ήταν στιγμές που διέκρινα τη θεία μορφή σου απ' το παράθυρο. Ήταν φαίνεται εκεί απέναντι ο καθρέφτης και σαν νάρκισσος που είσαι, θα έριχνες δυο κοφτές ματιές αν είναι καλά η χωρίστρα σου.

Μα τότε άντεχα. Τώρα όχι. Γι αυτό ήρθα και τώρα.

Πέρασε καιρός από το χωρισμό κι έχεις αλλάξει.
Είσαι γυναίκα τώρα, όμορφη και έξυπνη. Έτοιμη να κατακτήσεις τον κόσμο.
Ομόρφυνες πολύ θαρρώ -δε βγάζω άκρη από τις φορές που σε χάζευα- μα την ομορφιά σου αυτή, την απολαμβάνει άλλος.
Αυτή τη γεύση από τριαντάφυλλο στα χείλη, τη γεύεται άλλος.

Φταίξαμε κι δυο. Μα δε μετανιώνω, γιατί δε μετάνιωσες εσύ.

Άστεγος από αγάπη γυρνώ στους δρόμους της Αθήνας, Βικτώρια και Κυψέλη, ψάχνοντας το ιδανικό τέλος για το εγώ μου, που τόσο εύκολα και τόσο απλά, μια νυχτιά σαν τούτη, με κατέστρεψε.

Ε ί σ α ι   τ ε λ ι κ ά   τ ο   κ α λ ό   μ ο υ ;

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

Γνωριμία με το Φιντία

Καλοί μου άνθρωποι,

Σε αυτήν την παρθενική συμμετοχή μου στο συγκεκριμένο blogspot, μετά από πρόσκληση του Δάμωνα, θα ήθελα κατ' αρχάς να παρατηρήσω τον ο,τινανισμό που το διακρίνει και ο οποίος οφείλεται εν πολλοίς στον ο,τινανισμό (και ενίοτε αυνανισμό) των μελών που το απαρτίζουν. Ακολούθως, θα παραθέσω κάποιες βασικές αρχές που διέπουν τη φύση και την (αμπελο)φιλοσοφία του μπλογκ μας:

  1. Τα μόνα πράγματα που τρώγονται είναι το κρέας και ο χάλυβας.
  2. "Το κράζειν εστί φιλοσοφείν".
  3. God is an Astronaut.
  4. Ο Τσίπρας δεν είναι ούτε νέος ούτε ωραίος, ο Σαμαράς είναι παλιός, αλλά όχι αλλιώς κι ο Βενιζέλος είναι τυρί (κεφαλοτύρι).
  5. Το τραγούδι μας είναι αυτό:
Όσο για μένα ισχύουν τα εξής (χωρίς απόδειξη):
  • Whatever will be will be (και sera sera...).
  • Άιντε λα φουμέντο και μαστουριόρε.
  • Concrete is not just another material. It's a way of life.
  • Δεν καπνίζω ό,τι μου καπνίσει, αλλά μου καπνίζει ό,τι καπνίσω.
Μπερδευτήκατε και κουραστήκατε κάπως; Ελπίζω όχι γιατί έπονται πολλά...
That's all folks!

Υ.Γ. Δάμων, τι σκόρδο βρε αγάπη μου, βάλε καλύτερα λίγο κρεμμυδάκι... Ή λίγη σως, να γλιστράει κιόλας.